επίμαχος

επίμαχος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο μάρτυς. Ασκητής, ο οποίος μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου.
* * *
-η, -ο (AM ἐπίμαχος, -ον) [επιμάχομαι]
αυτός για την απόκτηση τού οποίου γίνεται μάχη («τὴν πόλιν ἐπίμαχον τὰς Φίλας ἀεὶ τυγχάνουσαν»)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολλή συζήτηση, αμφισβητούμενος («επίμαχο ζήτημα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επίμαχος
πτηνό τής οικογένειας τών παραδεισίων με πολύ μακριά ουρά
αρχ.-μσν.
ο έτοιμος για μάχη, ο ετοιμοπόλεμος
αρχ.
1. ευπρόσβλητος, ευκολοκυρίευτος («τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος»)
2. απόρθητος
3. σύμμαχος, βοηθός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπίμαχος — that may easily be attacked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίμαχος — η, ο 1. αυτός που για την απόκτησή του γίνεται μάχη ή αγώνας, περιμάχητος. 2. που γι αυτόν γίνεται πολλή συζήτηση, αμφισβητούμενος, άλυτος: Το επίμαχο θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμαχώτερον — ἐπίμαχος that may easily be attacked masc acc comp sg ἐπίμαχος that may easily be attacked neut nom/voc/acc comp sg ἐπίμαχος that may easily be attacked adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμαχώτατα — ἐπίμαχος that may easily be attacked adverbial superl ἐπίμαχος that may easily be attacked neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμαχώτατον — ἐπίμαχος that may easily be attacked masc acc superl sg ἐπίμαχος that may easily be attacked neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίμαχον — ἐπίμαχος that may easily be attacked masc/fem acc sg ἐπίμαχος that may easily be attacked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эпимах — (Έπίμαχος) афинский строитель, известен осадными машинами, которые готовились под его наблюдением. Одна из них, применявшаяся Димитрием Полиоркетом при осаде Родоса, имела 125 фт. в высоту и 60 в ширину …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Эпимах, строитель — (Έπίμαχος) афинский строитель, известен осадными машинами, которые готовились под его наблюдением. Одна из них, применявшаяся Димитрием Полиоркетом при осаде Родоса, имела 125 фт. в высоту и 60 в ширину …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἐπιμαχωτάτη — ἐπίμαχος that may easily be attacked fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμαχώτατος — ἐπίμαχος that may easily be attacked masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”